- ανάδεση
- [-ις (-εως)] η1) подвязывание, привязывание; 2) повязывание, перевязывание; подпоясывание; 3) подвешивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάδεση — η (Α ἀνάδεσις) [ἀναδέω] 1. δέσιμο προς τα επάνω 2. (για τα μαλλιά) το μάζεμα και δέσιμο προς τα επάνω (αχ.) πρόσδεση, περίδεση … Dictionary of Greek
έρσις — ἔρσις, εως, ἡ (Α) [είρω] 1. συναρμογή, σύνδεση, ανάδεση 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἔρσις πλεξίδιον» … Dictionary of Greek
αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… … Dictionary of Greek
αναδεσάρι — το ορφανό αρνί ή ερίφιο που προσκολλάται σε άλλη μητέρα για να θηλάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανάδεση + άρι*. ΠΑΡ. αναδεσαριά] … Dictionary of Greek
αναδετικός — ή, ό [αναδέω] ο κατάλληλος για ανάδεση* … Dictionary of Greek
επισκάλμωση — η ανάδεση, περιστροφή σχοινιού στον σκαλμό τού σκάφους … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
κιονίσκος — ο (Α κιονίσκος) [κίων] μικρός κίονας, μικρός στύλος νεοελλ. ναυτ. στον πληθ. οι κιονίσκοι μικροί κίονες οι οποίοι βρίσκονται στο κατάστρωμα πλοίων και χρησιμοποιούνται για την ανάδεση τών σχοινιών ρυμούλκησης … Dictionary of Greek
ραφίδωμα — το, Ν [ραφιδώνω] ναυτ. η ανάδεση ιστίου στο κέρας ή στην κεραία του με ραφή … Dictionary of Greek